Σκαιότατον

Σκαιότατον
Σκαιός
left
masc acc superl sg
Σκαιός
left
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαιότατον — σκαιός left masc acc superl sg σκαιός left neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”